Ὦ παῖδες Ἑλλήνων, ἴτε ἐλευθεροῦτε πατρίδ’ ἐλευθεροῦτε δέ παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τε πατρῴων ἔδη, θήκας τε προγόνων νῦν ὑπέρ πάντων ἀγών [Αισχύλος, Πέρσαι]
Της Ειρήνης Παξιμαδάκη – Φιλολόγου
Το Σάββατο, 2 Αυγούστου 2014, παρουσιάστηκε στο Αρχαίο Θέατρο του Δίου από... το ΚΘΒΕ η τραγωδία του Αισχύλου, Πέρσες, σε σκηνοθεσία Νικαίτης Κοντούρη και μετάφραση Πάνου Μουλλά. Μια τραγωδία για την τιμωρία που επιφέρει στους ανθρώπους η υπέρβαση των ανθρώπινων ορίων, στηριγμένη στο σχήμα: Ύβρις - Άτις - Νέμεσις – Τίσις.
Οκτώ χρόνια μετά τη ναυμαχία της Σαλαμίνας (480 π.Χ), ο Αισχύλος τολμάει να ανεβάσει μια τραγωδία με ιστορικό θέμα, ιδωμένο από την πλευρά των βαρβάρων. Το έργο τοποθετείται στα Σούσα. Εκεί οι γέροντες των Περσών, που αποτελούν τον χορό, εκφράζουν την ανησυχία τους για την τύχη του εκστρατευτικού σώματος του Ξέρξη στην Ελλάδα. Την αγωνία τους συμμερίζεται η Άτοσσα, η χήρα του Δαρείου, ώσπου οι φόβοι τους επαληθεύονται με την άφιξη του αγγελιαφόρου, που φέρνει τα κακά μαντάτα για τη συντριβή των Περσών. Όλοι μαζί ανακαλούν τον νεκρό βασιλιά Δαρείο για να τους εξηγήσει την αιτία της ήττας και τελευταίος εμφανίζεται στη σκηνή ο ηττημένος Ξέρξης, για να κλείσει η τραγωδία με έναν μαζικό θρήνο.
Το σκηνικό του Γ. Πάτσα λιτό, γεωμετρικό (ένας κεκλιμένος μεγάλος ρόμβος) και ταυτόχρονα λειτουργικό. Στο πίσω μέρος και στο κέντρο δεσπόζει ο τάφος του Δαρείου, δεμένος εκατέρωθεν με δύο μακριά σκοινιά, ωσάν να αιωρείται μεταξύ γης και κάτω κόσμου.
Η Άτοσσα του Άκη Σακελλαρίου είναι μια καθηλωτική παρουσία. Η απόδοση της βασίλισσας των Περσών από έναν άντρα ηθοποιό ανήκει στα ατού της παράστασης. Η εμφάνιση της βασίλισσας στη σκηνή με τον πορφυρό μανδύα αβίαστα φέρνει στον νου του θεατή την «άλικη Μήδεια» του Γ. Κιμούλη. Η σύγκριση όμως δεν είναι της παρούσης. Ο Σακελλαρίου ως Άτοσσα κατορθώνει να κρύψει εντελώς τον άνδρα χωρίς τη χρήση προσωπείου. Ίσως λίγο υπερβολικός στην άρθρωση, συγκλονιστικός όμως στην κίνηση και την έκφραση, αλλά χωρίς να βγάλει πολύ συναίσθημα.
Ο Αγγελιαφόρος του Λάζαρου Γεωργακόπουλου αδικείται ενδυματολογικά, καθώς το κουστούμι δεν παραπέμπει αμέσως στην εικόνα ενός ταλαιπωρημένου ανθρώπου. Η επίπεδη ερμηνεία του σε έναν μακροσκελή σπαρακτικό μονόλογο βγάζει σε κάποια σημεία, μέσα από τη λεπτομερέστατη αφήγηση της ήττας των Περσών, θρήνο ανάκατο με οργή για τον βασιλιά του.
Ο Δαρείος του Γιάννη Φέρτη πραγματοποιεί εντυπωσιακή είσοδο στη σκηνή μέσα σε καπνούς, αναδυόμενος από τον Κάτω Κόσμο και διεκπεραιώνει επαγγελματικά τον ρόλο του να εξηγήσει την αιτία της ήττας των Περσών.
Ο Ξέρξης του Γιώργου Κολοβού είναι ο «γυμνός βασιλιάς» της παράστασης. Δυνατή ερμηνεία. Βγάζει την ψυχή του στη σκηνή. Εμφανίζεται ολόγυμνος και παραπαίων στη σκηνή, σαν ναυαγός - Οδυσσέας που μόλις βγήκε στη στεριά, απογυμνωμένος από δόξες κι αξιώματα, αλλά σιγά-σιγά πατάει στα πόδια του, κατευνάζει τους οργισμένους Πέρσες και στέκεται ξανά βασιλιάς απέναντί τους.
Την παράσταση κλέβει ο χορός. Δεκατέσσερις άντρες: ο λαός των Περσών. Η είσοδός τους στη σκηνή θυμίζει ξόδι νεκρού, τα άσπρα υφάσματα που τρυφερά φέρουν στα χέρια τους συμβολίζουν τους νεκρούς πολεμιστές. Είναι ανατριχιαστική η σκηνή του προσκλητηρίου νεκρών που κάνει ο Αγγελιαφόρος, όταν στο άκουσμα κάθε ονόματος κάθε μέλος του χορού καρφώνει στο ξύλινο δάπεδο της σκηνής ένα μαχαίρι – ίσα στην καρδιά των θεατών. Επίσης, δυνατές σκηνές είναι το ανακάλημα του Δαρείου και ο θρήνος με την αυτομαστίγωση του χορού, που θυμίζουν μαγικές ανατολίτικες τελετές.
Συμπληρωματικά στον χορό λειτουργούν οι τρεις «Νύφες του πένθους», σύμβολα των γυναικών της Περσίας που θρηνούν γιους, αδερφούς και συζύγους. Οι ολολυγμοί και οι λαρυγγισμοί στον κοπετό τους αλλά και τα καλυμμένα τους πρόσωπα παραπέμπουν σε ανατολίτισσες.
Η συνολική σκηνοθετική προσέγγιση της Νικαίτης Κοντούρη έδωσε σε ένα έργο βαρύ και δύσκολο, όπως άλλωστε όλες οι τραγωδίες του Αισχύλου, μια νέα οπτική, μια φρεσκάδα με την επιλογή αρκετών καινοτομιών: η απόδοση γυναικείου ρόλου από άντρα, η συνοδεία ζωντανής μουσικής από τον τσελίστα Θοδωρή Παπαδημητρίου, ηχητικά και οπτικά εφέ, το κλείσιμο της παράστασης με το ποίημα του Καβάφη, Η Ναυμαχία, αλλά κυρίως το τόλμημα να εμφανίσει γυμνό τον Ξέρξη επί σκηνής. Η σκηνή αυτή προκάλεσε κυρίως αμηχανία, όχι όμως αρνητικά σχόλια, γελάκια ή ψιθύρους σε ένα αρκετά ώριμο κοινό, του οποίου σε κάποιες στιγμές η «ομιλούσα» σιωπή έστελνε στη σκηνοθέτιδα το μήνυμα για την επιτυχία της παράστασης.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τους Πέρσες του Αισχύλου, Ο Ξέρξης τιμωρήθηκε για τη ζεύξη του Ελλησπόντου και τη συνακόλουθη βεβήλωση των ιερών των Ελλήνων. Το μήνυμα είναι διαχρονικό: η ύβρις, η αλαζονεία, η διατάραξη της φυσικής ισορροπίας τιμωρείται. Το λαμβάνει κανείς σήμερα;
Της Ειρήνης Παξιμαδάκη – Φιλολόγου
Το Σάββατο, 2 Αυγούστου 2014, παρουσιάστηκε στο Αρχαίο Θέατρο του Δίου από... το ΚΘΒΕ η τραγωδία του Αισχύλου, Πέρσες, σε σκηνοθεσία Νικαίτης Κοντούρη και μετάφραση Πάνου Μουλλά. Μια τραγωδία για την τιμωρία που επιφέρει στους ανθρώπους η υπέρβαση των ανθρώπινων ορίων, στηριγμένη στο σχήμα: Ύβρις - Άτις - Νέμεσις – Τίσις.
Οκτώ χρόνια μετά τη ναυμαχία της Σαλαμίνας (480 π.Χ), ο Αισχύλος τολμάει να ανεβάσει μια τραγωδία με ιστορικό θέμα, ιδωμένο από την πλευρά των βαρβάρων. Το έργο τοποθετείται στα Σούσα. Εκεί οι γέροντες των Περσών, που αποτελούν τον χορό, εκφράζουν την ανησυχία τους για την τύχη του εκστρατευτικού σώματος του Ξέρξη στην Ελλάδα. Την αγωνία τους συμμερίζεται η Άτοσσα, η χήρα του Δαρείου, ώσπου οι φόβοι τους επαληθεύονται με την άφιξη του αγγελιαφόρου, που φέρνει τα κακά μαντάτα για τη συντριβή των Περσών. Όλοι μαζί ανακαλούν τον νεκρό βασιλιά Δαρείο για να τους εξηγήσει την αιτία της ήττας και τελευταίος εμφανίζεται στη σκηνή ο ηττημένος Ξέρξης, για να κλείσει η τραγωδία με έναν μαζικό θρήνο.
Το σκηνικό του Γ. Πάτσα λιτό, γεωμετρικό (ένας κεκλιμένος μεγάλος ρόμβος) και ταυτόχρονα λειτουργικό. Στο πίσω μέρος και στο κέντρο δεσπόζει ο τάφος του Δαρείου, δεμένος εκατέρωθεν με δύο μακριά σκοινιά, ωσάν να αιωρείται μεταξύ γης και κάτω κόσμου.
Η Άτοσσα του Άκη Σακελλαρίου είναι μια καθηλωτική παρουσία. Η απόδοση της βασίλισσας των Περσών από έναν άντρα ηθοποιό ανήκει στα ατού της παράστασης. Η εμφάνιση της βασίλισσας στη σκηνή με τον πορφυρό μανδύα αβίαστα φέρνει στον νου του θεατή την «άλικη Μήδεια» του Γ. Κιμούλη. Η σύγκριση όμως δεν είναι της παρούσης. Ο Σακελλαρίου ως Άτοσσα κατορθώνει να κρύψει εντελώς τον άνδρα χωρίς τη χρήση προσωπείου. Ίσως λίγο υπερβολικός στην άρθρωση, συγκλονιστικός όμως στην κίνηση και την έκφραση, αλλά χωρίς να βγάλει πολύ συναίσθημα.
Ο Αγγελιαφόρος του Λάζαρου Γεωργακόπουλου αδικείται ενδυματολογικά, καθώς το κουστούμι δεν παραπέμπει αμέσως στην εικόνα ενός ταλαιπωρημένου ανθρώπου. Η επίπεδη ερμηνεία του σε έναν μακροσκελή σπαρακτικό μονόλογο βγάζει σε κάποια σημεία, μέσα από τη λεπτομερέστατη αφήγηση της ήττας των Περσών, θρήνο ανάκατο με οργή για τον βασιλιά του.
Ο Δαρείος του Γιάννη Φέρτη πραγματοποιεί εντυπωσιακή είσοδο στη σκηνή μέσα σε καπνούς, αναδυόμενος από τον Κάτω Κόσμο και διεκπεραιώνει επαγγελματικά τον ρόλο του να εξηγήσει την αιτία της ήττας των Περσών.
Ο Ξέρξης του Γιώργου Κολοβού είναι ο «γυμνός βασιλιάς» της παράστασης. Δυνατή ερμηνεία. Βγάζει την ψυχή του στη σκηνή. Εμφανίζεται ολόγυμνος και παραπαίων στη σκηνή, σαν ναυαγός - Οδυσσέας που μόλις βγήκε στη στεριά, απογυμνωμένος από δόξες κι αξιώματα, αλλά σιγά-σιγά πατάει στα πόδια του, κατευνάζει τους οργισμένους Πέρσες και στέκεται ξανά βασιλιάς απέναντί τους.
Την παράσταση κλέβει ο χορός. Δεκατέσσερις άντρες: ο λαός των Περσών. Η είσοδός τους στη σκηνή θυμίζει ξόδι νεκρού, τα άσπρα υφάσματα που τρυφερά φέρουν στα χέρια τους συμβολίζουν τους νεκρούς πολεμιστές. Είναι ανατριχιαστική η σκηνή του προσκλητηρίου νεκρών που κάνει ο Αγγελιαφόρος, όταν στο άκουσμα κάθε ονόματος κάθε μέλος του χορού καρφώνει στο ξύλινο δάπεδο της σκηνής ένα μαχαίρι – ίσα στην καρδιά των θεατών. Επίσης, δυνατές σκηνές είναι το ανακάλημα του Δαρείου και ο θρήνος με την αυτομαστίγωση του χορού, που θυμίζουν μαγικές ανατολίτικες τελετές.
Συμπληρωματικά στον χορό λειτουργούν οι τρεις «Νύφες του πένθους», σύμβολα των γυναικών της Περσίας που θρηνούν γιους, αδερφούς και συζύγους. Οι ολολυγμοί και οι λαρυγγισμοί στον κοπετό τους αλλά και τα καλυμμένα τους πρόσωπα παραπέμπουν σε ανατολίτισσες.
Η συνολική σκηνοθετική προσέγγιση της Νικαίτης Κοντούρη έδωσε σε ένα έργο βαρύ και δύσκολο, όπως άλλωστε όλες οι τραγωδίες του Αισχύλου, μια νέα οπτική, μια φρεσκάδα με την επιλογή αρκετών καινοτομιών: η απόδοση γυναικείου ρόλου από άντρα, η συνοδεία ζωντανής μουσικής από τον τσελίστα Θοδωρή Παπαδημητρίου, ηχητικά και οπτικά εφέ, το κλείσιμο της παράστασης με το ποίημα του Καβάφη, Η Ναυμαχία, αλλά κυρίως το τόλμημα να εμφανίσει γυμνό τον Ξέρξη επί σκηνής. Η σκηνή αυτή προκάλεσε κυρίως αμηχανία, όχι όμως αρνητικά σχόλια, γελάκια ή ψιθύρους σε ένα αρκετά ώριμο κοινό, του οποίου σε κάποιες στιγμές η «ομιλούσα» σιωπή έστελνε στη σκηνοθέτιδα το μήνυμα για την επιτυχία της παράστασης.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τους Πέρσες του Αισχύλου, Ο Ξέρξης τιμωρήθηκε για τη ζεύξη του Ελλησπόντου και τη συνακόλουθη βεβήλωση των ιερών των Ελλήνων. Το μήνυμα είναι διαχρονικό: η ύβρις, η αλαζονεία, η διατάραξη της φυσικής ισορροπίας τιμωρείται. Το λαμβάνει κανείς σήμερα;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου